διηνεκής

διηνεκής
-ές (AM διηνεκής, -ές)
(για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός
αρχ.
1. συνεχής, αδιάκοπος
2. «εις το διηνεκές» — για πάντα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως
συνεχώς, ασταμάτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ. τ. είναι διανεκής) που ανάγεται σε τ. *δι (α)-ενεκ-ής και παρουσιάζει αναλογικό σχηματισμό προς τα επίθετα σε -ης. Στο β' συνθετικό της λ. απαντά το θέμα τών ενεγκείν, ενεχθήναι με τροπή τού αρχικού -ε- σε -η- που δικαιολογείται με τον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ποδ-ηνεκής) και ως α' συνθετικό εμφανίζεται ο τ. δια. Ο απλός τ. ηνεκής κατ' απόσπαση από το σύνθετο διηνεκής (βλ. και λ. δουρηνεκής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Διηνέκης — masc acc pl (attic epic doric) Διηνέκης masc nom/voc pl (doric aeolic) Διηνέκης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκής — continuous masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνέκης — διά , ἀνά κέω to lie down imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκῆ — διηνεκής continuous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) διηνεκής continuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) διηνεκής continuous masc/fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκεῖ — διηνεκής continuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) διηνεκής continuous masc/fem/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκεῖς — διηνεκής continuous masc/fem acc pl (epic ionic) διηνεκής continuous masc/fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκέα — διηνεκής continuous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διηνεκής continuous masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκές — διηνεκής continuous masc/fem voc sg (epic ionic) διηνεκής continuous neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκοῦς — διηνεκής continuous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηνεκέες — διηνεκής continuous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”